- ασπλαχνία
- ασπλαχνία, η και ασπλαχνιά, ητο να είναι κανείς άσπλαχνος, σκληρός: Την ασπλαχνιά του δεν την έχω ξανασυναντήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασπλαχνιά — η (AM ἀσπλαγχνία) [άσπλα(γ)χνος] η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά … Dictionary of Greek
αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά … Dictionary of Greek
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
αναλγησία — η (Α ἀναλγησία) [ἀνάλγητος] έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο νεοελλ. 1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια αρχ. αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα … Dictionary of Greek
ανελεημοσύνη — η (AM ἀνελεημοσύνη) το να μην είναι κάποιος ελεήμονας, ασπλαχνιά, ανοικτιρμοσύνη … Dictionary of Greek
απονιά — η (Α ἀπονία) [άπονος] έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά αρχ. 1. αποφυγή κόπων, οκνηρία 2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους 3. καθιστική ζωή των γυναικών 4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία … Dictionary of Greek
θηριωδία — η (ΑΜ θηριωδία) [θηριώδης] σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία … Dictionary of Greek
σκληρογνωμοσύνη — ἡ, Μ [σκληρογνώμων] η ιδιότητα τού σκληρογνώμονος, σκληροκαρδία, αναλγησία, ασπλαχνιά … Dictionary of Greek
απανθρωπία — απανθρωπία, η και απανθρωπιά, η σκληρότητα, ασπλαχνιά: Την απανθρωπιά του την έδειξε τον καιρό της πείνας στην Κατοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απονιά — η σκληρότητα, ασπλαχνιά: Την απονιά αυτού του ανθρώπου δεν την έχω ξανασυναντήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)